Φαρμακευτική αλλεργία
Η φαρμακευτική αλλεργία ή αντίδραση υπερευαισθησίας σε ένα φάρμακο είναι μία ανεπιθύμητη αντίδραση που αφορά ένα μικρό ποσοστό ασθενών που λαμβάνουν το φάρμακο και προκύπτει όταν το αμυντικό σύστημα του παιδιού αντιλαμβάνεται το φάρμακο ως ένα εισβολέα έναντι του οποίου θα πρέπει να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς άμυνας του οργανισμού.
Δεν είναι φαρμακευτική αλλεργία κάθε ανεπιθύμητη αντίδραση. Πολλά παιδιά εμφανίζουν για παράδειγμα διαρροϊκές κενώσεις μετά από συγκεκριμένα αντιβιοτικά παρότι λαμβάνουν τη σωστή και συνήθη δόση για το σωματικό τους βάρος. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ανεπιθύμητη αντίδραση αλλά όχι για αλλεργία.
Αντίθετα όταν ένας ασθενής εμφανίζει φαρμακευστική αλλεργία μπορεί ακόμα και σε πολύ μικρή δόση του φαρμάκου να εμφανίσει αντίδραση.
Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν άμεσα σε λεπτά ή λίγες ώρες ή όψιμα μετά από λίγες ή περισσότερες ημέρες.
Το εξάνθημα αποτελεί τη συχνότερη εκδήλωση μιας αλλεργικής αντίδρασης σε φάρμακο και μπορεί να λάβει πολλές διαφορετικές μορφές (κνιδωτικό ή άλλο) ανάλογα με τον μηχανισμό που το προκάλεσε. Όταν πρόκειται για κνίδωση μπορεί να συνοδεύεται από αγγειοίδημα ή όχι (πρήξιμο σε χείλη, γλώσσα, αυτιά, βλέφαρα, χέρια ή πόδια).
Το εξάνθημα που εκδηλώνεται άμεσα σε λεπτά έως λίγες ώρες από την λήψη του φαρμάκου και συνοδεύεται από συμπτώματα από το αναπνευστικό (σφύριγμα στο στήθος ή δύσπνοια) ή και το πεπτικό (κοιλιακό άλγος ή και έμετοι) είναι στα πλαίσια αναφυλακτικής αντίδρασης. Απαιτείται διακοπή λήψης του φαρμάκου και αναζήτηση άμεσα ιατρικής βοήθειας (βλέπε αντιμετώπιση αναφυλαξίας)
Όταν το εξάνθημα εμφανίζεται ημέρες μετά την έναρξη λήψης του φαρμάκου (επιβραδυνόμενη αντίδραση που είναι και η πιο συνήθης) δεν συντρέχει λόγος επείγουσας ιατρικής αντιμετώπισης.
Οι εκδηλώσεις μιας επιβραδυνόμενης αλλεργικής αντίδρασης σε φάρμακο είναι ποικίλες και μπορούν δυνητικά να αφορούν όλα τα συστήματα του οργανισμού και όχι μόνο το δέρμα. Παράδειγμα αποτελεί η ορονοσία με εξάνθημα και συμμετοχή των αρθρώσεων, ή η αναιμία που οφείλεται σε λήψη πενικιλλίνης.
Διαγνωστικά η φαρμακευτική αλλεργία δεν επιβεβαιώνεται πάντα εργαστηριακά και συχνά επαναλαμβάνουμε τη χορήγηση του υποθετικά ένοχου κάτω από ιατρική επίβλεψη για την επιβεβαίωση ή τον αποκλεισμό της διάγνωσης.
Θεραπευτικά εκτός από τη διακοπή χορήγησης του φαρμάκου μπορεί να χορηγηθούν αντισταμινικά, αδρεναλίνη ή και κορτικοειδή ανάλογα με το είδος της αντίδρασης.
Σε περίπτωση γνωστής επιβεβαιωμένης φαρμακευστικής αλλεργίας συστήνεται αυστηρή αποφυγή λήψης του φαρμάκου και σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπευτική λύση ακολουθείται συγκεκριμένο πρωτόκολλο απευαισθητοποίησης ώστε το παιδί να λάβει με ασφάλεια την συγκεκριμένη ουσία. Μετά το πέρας της θεραπείας το παιδί παραμένει αλλεργικό στην ουσία και δεν αλλάζουμε την προηγούμενη οδηγία για την αποφυγή του φαρμάκου.